φαλκιδεύω

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

Ν
1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα
2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας
3. διαστρεβλώνω
4. υποκλέπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος, όν. ρωμαϊκού νόμου].