φαρμακείο

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

το, Ν φάρμακο
1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων
2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα
3. μτφ. κατάστημα του οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το μανάβικο είναι σωστό φαρμακείο»).