Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακείο

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

το, Ν φάρμακο
1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων
2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα
3. μτφ. κατάστημα του οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το μανάβικο είναι σωστό φαρμακείο»).