φαρμακώ
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(I)
-άω, Α φάρμακον
1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου
2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή.
(II)
-όω, Α
βλ. φαρμακώνω.