φιδωτός

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76

Greek Monolingual

και φειδωτός, -ή, -ό, Ν
οφιοειδής, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ωτος (πρβλ. οδοντωτός)].