φιλοδωρώ

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

φιλοδωρῶ, -έω, ΝΜ φιλόδωρος
1. χαρίζω κάτι ως ένδειξη φιλίας
2. ανταμείβω κάποιον για υπηρεσία που μού προσέφερε.