φιλοδωρώ

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

φιλοδωρῶ, -έω, ΝΜ φιλόδωρος
1. χαρίζω κάτι ως ένδειξη φιλίας
2. ανταμείβω κάποιον για υπηρεσία που μού προσέφερε.