φιλοπερίεργος
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
υπερβολικά περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + περίεργος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].