φιλοπερίεργος

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
υπερβολικά περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + περίεργος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].