φινέτσα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του φίνου, λεπτότητα τρόπων, συμπεριφοράς, λόγου, ενέργειας ή ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finezza].