γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η, Νη ιδιότητα του φίνου, λεπτότητα τρόπων, συμπεριφοράς, λόγου, ενέργειας ή ποιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finezza].