φλεβοειδής

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
όμοιος με φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + -ειδής].