φοινικόχρους

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους / -χροος].