πορφυρόχρωμος

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].