φρικτοβόας

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek (Liddell-Scott)

φρικτοβόας: -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που φωνάζει τρομερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικτός + -βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλοβόας, στερεοβόας].