φτωχαδάκι

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
υποκορ. κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -αδάκι (πρβλ. πετραδάκι)].