φυγαρχώ
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
-έω, Α
πιθ. αποφεύγω την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + -αρχῶ μέσω ενός αμάρτυρου φυγάρχης].