φυγοδικώ

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

φυγοδικῶ, -έω, ΝΜΑ φυγόδικος
αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ.