φυγοδικώ

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

φυγοδικῶ, -έω, ΝΜΑ φυγόδικος
αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ.