φυλοκαθορισμός

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

ο, Ν
βιολ. το σύνολο τών παραγόντων από τους οποίους καθορίζεται το φύλο ενός οργανισμού, δηλαδή τών παραγόντων που προσανατολίζουν την ανάπτυξη του εμβρύου έτσι ώστε αυτό να γίνει θηλυκό ή αρσενικό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο + καθορισμός. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sex determination].