φωνάρα

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

η, Ν
δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. ποδάρα)].