φωτίκια

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
τα βαπτιστικά ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. -ίκια, πληθ. ουδ. της κατάλ. -ικιος (πρβλ. συχαρίκια)].