φωτίκια

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
τα βαπτιστικά ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. -ίκια, πληθ. ουδ. της κατάλ. -ικιος (πρβλ. συχαρίκια)].