φωτικόν

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

τὸ, Α
δάδα, λαμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός + κατάλ. -ικόν, ουδ. της κατάλ. -ικός].