Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
τὸ, Αδάδα, λαμπάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός + κατάλ. -ικόν, ουδ. της κατάλ. -ικός].