χάζι

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να κοιτάζει κανείς με ευχαρίστηση ασήμαντα πράγματα
2. φρ. α) «κάνω χάζι» — μού αρέσει, μέ διασκεδάζει κάτι
β) «έχει χάζι»
i) είναι διασκεδαστικό
ii) είναι ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haz «ευχαρίστηση»].