χάρωψ

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

-ωπος, και χάροψ, -οπος, ὁ, ἡ, Α
χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. χαροπός / χαρωπός].