καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτέα, συκέα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].