χαλκηδόνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = στίμμι, interpol. in Dsc.5.84.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκηδόνιον: τό, τὸ ὀρυκτὸν τὸ ἄλλως καλούμενον στίμμι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 5. 99.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. χαλκηδόνιος.
Full diacritics: χαλκηδόνιον | Medium diacritics: χαλκηδόνιον | Low diacritics: χαλκηδόνιον | Capitals: ΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΝ |
Transliteration A: chalkēdónion | Transliteration B: chalkēdonion | Transliteration C: chalkidonion | Beta Code: xalkhdo/nion |
τό, = στίμμι, interpol. in Dsc.5.84.
χαλκηδόνιον: τό, τὸ ὀρυκτὸν τὸ ἄλλως καλούμενον στίμμι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 5. 99.
τὸ, Α
βλ. χαλκηδόνιος.