μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
ο, Νχαλκουργός, χαλκεύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύς (πρβλ. φονιάς: φονεύς)].