χαλκόηχος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο του χαλκού όταν αυτός κρούεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ήχος (πρβλ. κακό-ηχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].