χαμαλός

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαλός: -ή, -όν, πιθανῶς πλημμελ. γραφ. ἀντὶ χαμηλός, Στράβ. 451.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(πιθ. γρφ.) βλ. χαμηλός.

German (Pape)

v.l. für χαμηλός, Strab. 10.2.12.