χαντάκι

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

και σπάν. τ. χανδάκι, το, Ν
φυσική ή τεχνητή τάφρος κατάλληλη για τη διοχέτευση ή την αποστράγγιση τών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. χανδάκι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. χάνδαξ, -ακος].