χαντάκι

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και σπάν. τ. χανδάκι, το, Ν
φυσική ή τεχνητή τάφρος κατάλληλη για τη διοχέτευση ή την αποστράγγιση τών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. χανδάκι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. χάνδαξ, -ακος].