χαρακίδα

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Charax puntazzo, της οικογένειας του σπάρου, που μοιάζει πολύ με τον σαργό και το οποίο λέγεται και σύγγαινα ή σουβλομυτάκι, λόγω του κωνικού, οξύληκτου ρύγχους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διαλ. προέλευσης].