χαριτοβριθής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-ές, Ν
χαριτόβρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο-βριθής, σιδηρο-βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].