χαριτόβρυτος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτόβρῡτος: -ον, (βρύω) χάριτας βρύων, πλήρης χάριτος, λειμὼν χαριτόβρυτος εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαριτόβρυτος, -ον, ΝΜ
γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος.
επίρρ...
χαριτοβρύτως Ν
με χάρη, με γοητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)].