θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
-ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί
2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].