Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
-ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί
2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].