χαριτολόγος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

-ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί
2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].