χαφιές
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων
2. καταδότης, σπιούνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye].