χαφιές
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων
2. καταδότης, σπιούνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye].
ο, Ν
1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων
2. καταδότης, σπιούνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye].