ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
και χεροδύναμος, -η, -ο, Ναυτός που έχει δυνατά χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντοδύναμος].