χειρωνιάς

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Μ
ονομασία είδους του φυτού κενταύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χείρων, -ωνος + κατάλ. -ιάς, -ιάδος (πρβλ. λειμωνιάς)].