χειρωνιάς

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Μ
ονομασία είδους του φυτού κενταύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χείρων, -ωνος + κατάλ. -ιάς, -ιάδος (πρβλ. λειμωνιάς)].