χελιδόνιο

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

το / χελιδόνιον, ΝΑ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες της τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι
αρχ.
χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chelidonium)].