χερμάτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, slinger, D.H.20. †
Greek Monolingual
ὁ, Α
χερμαστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ-άς + επίθημα -ᾱτης / -ήτης (πρβλ. πρῳράτης)].
Translations
slinger
Catalan: foner, fonera; Czech: vazač; French: frondeur; German: Schleuderer; Greek: σφενδονιστής; Ancient Greek: σφενδονήτης, σφενδονάτας, σφενδονιστής, χερμαστήρ, χερμάτης; Latin: fundibalarius, funditor; Persian: قلابسنگدار; Polish: procarz; Portuguese: fundeiro, fundibulário; Spanish: hondero; Turkish: sapancı