χιονότοπος

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

ο, Ν
τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκότοπος)].