χοιριώ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
-άω, Μ
μοιάζω με χοίρο («τοὺς δυσόδμους βορβόρους τοῦ χοιριῶντος τοῦδε καὶ κοπροφάγου», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. λεοντιῶ)].