χοιροπαραγωγή

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο της παραγωγής χοίρων σε μία χώρα ή σε μία περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].