χοιρόδερμα

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το, Ν
το δέρμα του χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + δέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].