χοιρόδερμα

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το δέρμα του χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + δέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].