χοιρόνους
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek (Liddell-Scott)
χοιρόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν ἢ διαθέσεις χοίρου, τὸν κτηνωδέστερον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν Μανασσ. Χρον. 6141.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό-νους, ὀξύ-νους].