χοντροκομμένος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές»)
2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος
4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη ψευτιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + κομμένος].